ΠΑΘΗΣΕΙΣ ΕΝΗΛΙΚΩΝ
ΠΑΘΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΓΚΕΦΑΛΟΥ
ΕΝΔΟΚΡΑΝΙΑΚΟΙ ΟΓΚΟΙ
Από τις πλέον απαιτητικές στη διαχείριση παθήσεις του εγκεφάλου είναι οι ενδοκρανιακοί όγκοι είτε είναι πρωτοπαθείς είτε μεταστατικοί. Οι πρωτοπαθείς όγκοι, δηλαδή οι όγκοι που εμφανίζονται πρωτογενώς στον κεφάλι, μπορεί να διαφέρουν σημαντικά σε βαθμό κακοήθειας. Οι καλοήθεις ή αργής ανάπτυξης όγκοι δεν παρουσιάζουν ψηλές πιθανότητες μετάστασης ή υποτροπής αλλά ενδέχεται να δημιουργούν σημαντικά νευρολογικά προβλήματα λόγο θέσης ή/και μεγέθους. Οι κακοήθεις όγκοι αντιθέτως, αναπτύσσονται γρήγορα και αν δεν αντιμετωπιστούν έγκαιρα μπορούν να διηθήσουν παρακείμενους ιστούς και να δώσουν μεταστάσεις και σε άλλα σημεία του κεντρικού νευρικού συστήματος. Οι μεταστατικοί όγκοι του εγκεφάλου μπορεί να προκληθούν από πρωτοπαθής όγκους σε άλλα σημεία του κεντρικού νευρικού συστήματος ή άλλων καρκίνων όπως του πνεύμονα, του μαστού ή των εντέρων. Επίσης, δευτερογενείς όγκοι του εγκεφάλου μπορεί να προκύψουν ως παρενέργεια ακτινοβολιών που χρειάστηκαν για την αντιμετώπιση άλλων νεοπλασμάτων στο παρελθόν.
Συμπτώματα-διάγνωση
Τα συμπτώματα των όγκων του εγκεφάλου είναι αρκετά κοινά καθώς περιλαμβάνουν επίμονες κεφαλαλγίες, ναυτία, ιλίγγους, αστάθεια στη βάδιση, διαταραχές όρασης ή ομιλίας, αλλαγές στη προσωπικότητα, μουδιάσματα ή μειωμένη αισθητικότητα στα άκρα. Σε σοβαρότερες περιπτώσεις οι όγκοι του εγκεφάλου μπορεί να προκαλέσουν μυϊκούς σπασμούς, μυϊκή αδυναμία ή επιληπτικές κρίσεις. Στη περίπτωση ατόμων αυξημένου κινδύνου για μεταστατικούς ή δευτερογενείς όγκους λόγο λήψης ακτινοβολίας στο παρελθόν η αξιολόγηση των συμπτωμάτων απαιτείται να είναι άμεση. Σε κάθε περίπτωση, η διάγνωση ενδοκρανιακών όγκων σε πρώτη φάση γίνεται βάση συγκεκριμένων διαγνωστικών εξετάσεων που περιλαμβάνουν λήψη πλήρους ιστορικού και ενδελεχή νευρολογική εξέταση αλλά και εξειδικευμένες απεικονιστικές εξετάσεις αναλόγως συμπτωμάτων. Τέτοιες εξετάσεις είναι:
- Μαγνητική τομογραφία εγκεφάλου με σκιαγραφικό
- Αξονική Τομογραφία εγκεφάλου
- Βυθοσκόπηση για την αξιολόγηση της οπτικής οξύτητας και της υγείας του οπτικού νεύρου
- Αγγειογραφία για τον έλεγχο της αιμάτωσης του όγκου
- Σπινθηρογράφημα για τον έλεγχο καρκινικών εστιών
Σε δεύτερη φάση απαιτείται η λήψη δείγματος του όγκου για την κατηγοριοποίηση και τη βαθμονόμηση του που είναι απαραίτητες για να σχεδιαστεί το κατάλληλο θεραπευτικό πρωτόκολλο. Η λήψη δείγματος για βιοψία συνήθως γίνεται μη-επεμβατικά με τη χρήση ενδοσκοπίου και τη καθοδήγηση μέσω νευροπλοήγησης. Η κυτταρολογική εξέταση από εξειδικευμένο παθολογοανατόμο θα ορίσει το είδος του όγκου, το βαθμό εξέλιξης του και άλλα βιοχημικά χαρακτηριστικά που είναι απαραίτητα για το σχεδιασμό της αντιμετώπισης του. Η ολοκληρωμένη διάγνωση συνήθως περιλαμβάνει και λήψη δείγματος εγκεφαλονωτιαίου υγρού με οσφυονωτιαία παρακέντηση για να ελεγχθεί η ύπαρξη ελευθέρων καρκινικών κυττάρων στο κεντρικό νευρικό σύστημα. Τα αποτελέσματα των εξετάσεων αυτών, εκτός από το είδος του όγκου θα καθορίσουν και τον βαθμό του ο οποίος αν είναι χαμηλός (1,2) θεωρείται ότι αποτελεί όγκο βραδείας ανάπτυξης και χαμηλής κακοήθειας ενώ ένας όγκος υψηλότερου βαθμού (3,4) θεωρείται ταχείας εξέλιξης, υψηλής κακοήθειας και υψηλού κινδύνου για μετάσταση.
Σύμφωνα με τη κατάταξη του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας οι ενδοκρανιακοί όγκοι ταξινομούνται σε:
- Γλοιώματα, γλοιονευρωνικοί όγκοι και νευρωνικοί όγκοι
- Όγκοι του χοριοειδούς πλέγματος
- Εμβρυονικοί όγκοι
- Όγκοι της επίφυσης
- Όγκοι των κρανιακών και νωτιαίων νεύρων
- Μηνιγγιώματα
- Μεσεγχυματικοί μη-μηνιγγοθηλιακοί όγκοι
- Μελανοκυταρικοί όγκοι
- Αιματολυμφοειδικοί όγκοι
- Όγκοι γερμινικών (βλαστικών) κυττάρων
- Όγκοι του εφιππίου
- Μεταστατικοί όγκοι
Θεραπεία-αντιμετώπιση
Η αντιμετώπιση ενός πρωτοπαθούς ενδοκρανιακού όγκου σχεδιάζεται βάση του είδους, του βαθμού και του μεγέθους του όγκου, της ύπαρξης καρκινικών κυττάρων στο ΕΝΥ ενώ συνυπολογίζονται και παράγοντες όπως η ηλικία και η συνολική κλινική κατάσταση του ασθενούς. Ο σχεδιασμός της αντιμετώπισης ενός όγκου απαιτεί τη συντονισμένη συνεργασία διεπιστημονικής ομάδας εξειδικευμένων ιατρών συμπεριλαμβανομένου του νευροχειρουργού που θα αναλάβει τη χειρουργική αφαίρεση του όγκου. Εάν πρόκειται για κακοήθη όγκο, η χειρουργική αφαίρεση συνήθως συνδυάζεται με σχήματα ακτινοβολιών ή και χημειοθεραπειών/ανοσοθεραπειών που καθορίζονται από εξειδικευμένο ογκολόγο και ακτινοθεραπευτή. Αναλόγως της περίπτωσης κάθε ασθενούς, η διεπιστημονική ομάδα θα αποφασίσει την επεμβατικότητα της χειρουργικής αφαίρεσης του όγκου και την επιθετικότητα των αντικαρκινικών θεραπειών. Έτσι, ένα όγκος υψηλού κινδύνου που είναι απειλητικός για τη ζωή απαιτεί ολοκληρωτική αφαίρεση ακόμα και αν αυτό συνεπάγεται ένα εκτεταμένο χειρουργείο με αυξημένο κίνδυνο παρενεργειών αλλά και επιθετικότερη μετεγχειρητική θεραπεία καθώς και μακροχρόνια συστηματική παρακολούθηση. Σε κάθε περίπτωση, η αντιμετώπιση ενός ενδοκρανιακού όγκου μπορεί να αποτελέσει επίπονη, αγχογενή και χρονοβόρα διαδικασία που ενδέχεται να επηρεάσει σημαντικά τη λειτουργικότητα και τη ποιότητα ζωής του ασθενούς. Συνεπώς ο ασθενής χρειάζεται όχι μόνο άριστες υπηρεσίες υγείας αλλά και συστηματική ψυχοκοινωνική υποστήριξη για να ανταπεξέλθει στις δυσκολίες που θα αντιμετωπίσει κατά τη διάρκεια της θεραπείας του.
ΟΓΚΟΙ ΒΑΣΗΣ ΚΡΑΝΙΟΥ/ΥΠΟΦΥΣΗΣ
Οι όγκοι της βάσης του κρανίου και της υπόφυσης μπορεί να είναι είτε καλοήθεις είτε κακοήθεις και προέρχονται από τα οστά του κρανίου, τους ενδοκράνιους ιστούς (υπόφυση, μήνιγγες, νευρικός ιστός) ή τους εξωκράνιους ιστούς (ρινική κοιλότητα, ρινοφάρυγγας, παραρρίνιοι κόλποι). Προσπέλαση στους όγκους της μέσης και οπίσθιας κρανιακής βάσης για βιοψία ή αφαίρεση μπορεί να γίνει και μέσω της ρινικής οδού (διασφηνοειδική προσπέλαση) ή με άλλες μικροχειρουργικές προσπελάσεις διακρανιακά. Σε κάθε περίπτωση η αφαίρεση των όγκων αυτών και η ανακατασκευή της βάσης του κρανίου αποτελεί απόλυτα εξειδικευμένη χειρουργική διαδικασία. Μεταξύ των όγκων αυτών συγκαταλέγονται:
- Αδένωμα της υπόφυσης: Καλοήθης όγκος βραδείας εξέλιξης που μπορεί να διηθήσει τη βάση του κρανίου, να περιβρογχίσει τις έσω καρωτίδες και να πιέσει τα νεύρα των μυών των ματιών αλλά και τα οπτικά νεύρα. Το αδένωμα της υπόφυσης προκαλείται από την ανεξέλεγκτη ανάπτυξη κυττάρων της υπόφυσης, που διατηρούν τις λειτουργίες τους και παράγουν ανεξέλεγκτες ποσότητες ορμονών οδηγώντας σε σοβαρές ορμονικές διαταραχές.
- Κρανιοφαρυγγίωμα: Σπάνιος καλοήθης, συμπαγής ή/και κυστικός επιθηλιακός όγκος στην περιοχή του εφιππίου και της υπόφυσης. Αποτελεί όγκο από εμβρυικά κύτταρα και εμφανίζεται συχνότερα στα παιδιά και στους άνω των 50 ετών. Είναι όγκος βραδείας ανάπτυξης ο οποίος μεγαλώνοντας επηρεάζει τη λειτουργία της υπόφυσης και μπορεί να προκαλέσει σοβαρά συμπτώματα όπως πονοκέφαλο, ναυτία-έμετο, διαταραχές όρασης, ορμονικές διαταραχές, ανορεξία, ανεπάρκεια αυξητικής ορμόνης, διαταραχές διάθεσης ή συμπεριφοράς, πολυδιψία και πολυουρία ενώ οι μεγάλοι όγκοι μπορεί να προκαλέσουν και υδροκέφαλο.
- Μηνιγγίωμα: Είναι οι πιο συχνοί ενδοκρανιακοί όγκοι οι οποίοι είναι συνήθως καλοήθεις και αναπτύσσονται από τις μήνιγγες, ενώ είναι συχνότεροι στις γυναίκες. Σε μεγάλο ποσοστό παραμένουν σταθερά σε μέγεθος κατά την παρακολούθησή τους σε βάθος 3 ετών. Η ακτινοβολία είναι ο μόνος αποδεδειγμένος εξωγενής παράγοντας κινδύνου για τη δημιουργία τους καθώς άτομα που έχουν δεχτεί ακτινοθεραπείες στη παιδική ηλικίας έχουν αυξημένο κίνδυνο για μηνιγγίωμα. Αναλόγως της θέσης ή του μεγέθους τους μπορεί να παραμένουν ασυμπτωματικά ή να προκαλέσουν συμπτώματα όπως επιληπτικές κρίσεις, διαταραχές όρασης, όσφρησης, ακοής, απώλεια μνήμης, αδυναμία συγκέντρωσης, απάθεια, διαταραχές κινητικότητας ή αισθητικότητας των άκρων, προβλήματα ισορροπίας και συντονισμού, επίμονους πονοκεφάλους, ναυτία, εμέτους. Στη περίπτωση που παρεμποδίζουν τη φυσιολογική κυκλοφορία του ΕΝΥ μπορεί να προκαλέσουν και υδροκέφαλο.
- Ακουστικό Νευρίνωμα ή αιθουσαίο σβάννωμα: Σπάνιος όγκος του αιθουσαίου (της ισορροπίας) νεύρου, συνήθως καλοήθης. Εμφανίζεται σε όλες τις ηλικίες αλλά συχνότερα στους ηλικιωμένους ή σε άτομα που στη παιδική ηλικία δέχτηκαν ακτινοβολία στο κρανίο για την αντιμετώπιση κάποιας νεοπλασίας. Το κύριο σύμπτωμά του είναι ότι προκαλεί απώλεια ακοής και διαταραχές ισορροπίας ενώ σε προχωρημένο στάδιο μπορεί να προκαλέσει βλάβη στο προσωπικό νεύρο, αδυναμία των μυών του προσώπου στην πάσχουσα πλευρά και πίεση στο στέλεχος του εγκεφάλου με αδυναμία της μισής πλευράς του σώματος.
Η αντιμετώπιση των όγκων της βάσης του κρανίου και της υπόφυσης αποφασίζεται αναλόγως του είδους, του μεγέθους, της θέσης, των συμπτωμάτων που προκαλεί και της συνολικής κλινικής εικόνας του ασθενή. Συνεπώς, ένας κακοήθης όγκος ή ένα όγκος που προκαλεί έντονα ορμονικά ή νευρολογικά προβλήματα πρέπει να αφαιρεθεί ενώ ένας ασυμπτωματικός, βραδείας εξέλιξης όγκος μπορεί να παρακολουθείται για χρόνια χωρίς να προκαλεί προβλήματα.
ΟΓΚΟΙ ΚΡΑΝΙΟΥ
Το οστέωμα είναι καλοήθης μονήρης ή πολυεστιακή αύξηση του οστού του κρανίου η οποία μπορεί να γίνει επώδυνη καθώς μεγαλώνει. Συνήθως αναπτύσσεται πολύ αργά και εκδηλώνεται με επίμονο, ποικίλης έντασης πόνο στο κρανίο, πριν αρχίσει να μεγαλώνει εξωτερικά. Το οστεοειδές οστέωμα συνήθως αφαιρείται χειρουργικά για να αποφευχθεί η περαιτέρω ανάπτυξή του. Παρότι η αφαίρεση του δεν αποτελεί ιδιαίτερα απαιτητική επέμβαση, απαιτεί εξειδικευμένο νευροχειρουργό λόγο υψηλής πιθανότητας υποτροπής.
Η Ιστιοκυττάρωση Langerhans ή ηωσινόφιλο κοκκίωμα αναπτύσσεται σε οποιοδήποτε οστό αλλά συχνά αφορά τα οστά του κρανίου, της γνάθου και της σπονδυλικής στήλης. Προκαλεί οστική αλλοίωση, καταστροφή του φλοιού και των παρακείμενων μαλακών μορίων. Οι αλλοιώσεις είναι συχνά μονήρεις αλλά μπορεί να είναι και πολλαπλές. Το συχνότερο σύμπτωμα είναι η εμφάνιση μιας ευαίσθητης μάζας του κρανίου που μεγαλώνει σταδιακά. Το ηωσινόφιλο κοκκίωμα θεωρείται τύπος εντοπισμένης ιστιοκυττάρωσης του Langerhans. Παρότι συνήθως καλοήθης, οι ιστοκυτταρώσεις μπορεί να οδηγήσουν σε κακοήθεια (μονοκυτταρική λευχαιμία, κακοήθης ιστιοκυττάρωση και ιστιοκυτταρικό σάρκωμα). Έτσι, συχνά οι μονήρεις βλάβες δεν απαιτούν θεραπεία παρά μόνο αν προκαλούν συμπτώματα. Η θεραπεία περιλαμβάνει απόξεση με/ή χωρίς οστικά μοσχεύματα. Οι πολλαπλές κρανιακές βλάβες ενδέχεται να χρειαστεί να αντιμετωπιστούν με χημειοθεραπεία και/ή χαμηλής δόσης ακτινοθεραπεία.
Η ινώδης δυσπλασία είναι συγγενές, μη κληρονομικό, σκελετικό μη-κακοήθες νόσημα. Το μυελώδες οστό αντικαθίσταται από ινώδη συνδετικό ιστό και αποτελεί περίπου το 10% όλων των καλοηθών παθήσεων των οστών. Σε πολύ μικρό ποσοστό μια προσβεβλημένη οστική περιοχή μπορεί να εξαλλαχθεί σε σάρκωμα. Μπορεί να είναι ασυμπτωματικό και να διαγνωστεί τυχαία αλλά μπορεί και να προκαλεί αισθητικά προβλήματα ασυμμετρίας προσώπου, τοπικό πόνο ή ευαισθησία, σύνδρομα συμπίεσης κρανιακών νεύρων (νευραλγία τριδύμου, πάρεση προσωπικού νεύρου), απώλεια ακοής και πολύ σπάνια εξόφθαλμο και απώλεια όρασης. Είναι συνήθως σταθερή ή βραδέως αναπτυσσόμενη πάθηση και η πρωταρχική αντιμετώπιση είναι η παρακολούθηση με απεικονιστικές μεθοδους. Μονήρεις βλάβες αντιμετωπίζονται από εξειδικευμένο νευροχειρουργό με σκοπό την αποσυμπίεση των παγιδευμένων κρανιακών νεύρων.
ΑΓΓΕΙΑΚΕΣ ΠΑΘΗΣΕΙΣ
Ανεύρυσμα είναι η διάταση του τοιχώματος ενός αγγείου το οποία σταδιακά λεπταίνει και φουσκώνει με φόβο να διαρραγεί. Τα περισσότερα ανευρύσματα δεν προκαλούν συμπτώματα εφόσον δεν αιμορραγούν. Εάν εντοπιστούν τυχαία, αξιολογείται ο κίνδυνος ρήξης τους και συνήθως συνίσταται προληπτική αγωγή και συστηματική παρακολούθηση. Αυξημένο κίνδυνο ρήξης θεωρείται ότι έχουν τα μεγαλύτερα ανευρύσματα, με ακανόνιστο σχήμα και αυτά που βρίσκονται στην οπίσθια εγκεφαλική κυκλοφορία ενώ τα νεότερα σε ηλικία άτομα έχουν περισσότερες πιθανότητες ρήξης σε σχέση με τα γηραιότερα. Ένα μεγάλο ανεύρυσμα παρότι δεν αιμορραγεί μπορεί να προκαλεί πόνος πάνω και πίσω από το μάτι, διευρυμένη κόρη ματιού και θολή όραση, διπλωπία, μούδιασμα, αδυναμία ή παράλυση μιας πλευράς του προσώπου ή πτώση βλεφάρου. Η διάγνωση του γίνεται με ψηφιακή αγγειογραφία ή τρισδιάστατη αξονική τομογραφία εγκεφάλου. Αν το ανεύρυσμα παρουσιάσει ρήξη τότε προκαλείται αιμορραγικό εγκεφαλικό επεισόδιο. Τα ανευρύσματα παρουσιάζονται στον υπαραχνοειδή χώρο ανάμεσα στον εγκέφαλο και στις λεπτές μεμβράνες πού τον περιβάλλουν, και για το λόγο αυτό η αιμορραγία ονομάζεται υπαραχνοειδής, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις εκδηλώνεται παράλληλα και ενδοεγκεφαλική αιμορραγία. Ένα αιμορραγικό ανεύρυσμα είναι απειλητικό για τη ζωή και αποτελεί εξαιρετικά επείγον περιστατικό. Τα συμπτώματα του είναι ξαφνικός, εξαιρετικά δυνατός πονοκέφαλος, ναυτία και έμετος, δυσκαμψία στον αυχένα, διαταραχές όρασης, ευαισθησία στο φως, επιληπτικές κρίσεις, πτώση βλεφάρου, απώλεια συνείδησης ακόμα και κώμα. Σε σημαντικά ποσοστά και εφόσον δεν αντιμετωπιστεί άμεσα είναι θανατηφόρο. Η χειρουργική αντιμετώπιση του ανευρύσματος εγκεφάλου περιλαμβάνει την απομόνωση του από την κυκλοφορία του αίματος με ειδικά ενδοσκοπικά εργαλεία. Σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να χρειαστεί χειρουργική παράκαμψη του ανευρύσματος με αγγειακό μόσχευμα (bypass) ή και η ενδοαγγειακή τοποθέτηση ειδικών αυλών μέσα στο αγγείο, ή ακόμη και η πλήρης απόφραξή του, προκειμένου να απομονωθεί το ανεύρυσμα από την κυκλοφορία του αίματος.
Η αρτηριοφλεβώδης δυσπλασία εγκεφάλου είναι ένα ελάττωμα στο αγγειακό σύστημα του εγκεφάλου όπου τα αγγεία του εγκεφάλου έχουν τη μορφή κουβαριού, στο οποίο μία ή περισσότερες αρτηρίες συνδέονται απευθείας με μία ή περισσότερες φλέβες, χωρίς την παρεμβολή τριχοειδών αγγείων. Συνήθως εκδηλώνεται με αιμορραγία, επιληπτικές κρίσεις, ισχαιμικά επεισόδια, διαταραχές όρασης, ημικρανίες, αυξημένη ενδοκρανιακή πίεση ενώ στα παιδιά μπορεί να προκαλέσει υδροκέφαλο, συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια και έντονες φλέβες του δέρματος στο μέτωπο. Με την πάροδο του χρόνου η αρτηριοφλεβική δυσπλασία καταστρέφει τον παρακείμενο εγκεφαλικό ιστό. Η νόσος μπορεί να ανακαλυφθεί τυχαία σε μαγνητική τομογραφία εγκεφάλου πριν δώσει συμπτώματα ή εξαιτίας των συμπτωμάτων που δίνει. Μπορεί όμως και να προκαλέσει αιφνίδια ρήξη αγγείων και αιμορραγία στον εγκέφαλο χωρίς προηγούμενα συμπτώματα. Στη περίπτωση αιμορραγίας τα συμπτώματα είναι ξαφνικός εξαιρετικά ισχυρός πονοκέφαλος, μούδιασμα, παράλυση, απώλεια όρασης, σύγχυση και αδυναμία ορθοστάτησης. Η αιμορραγία λόγο αρτηριοφλεβώδους δυσπλασίας εγκεφάλου είναι απειλητική για τη ζωή και απαιτεί άμεση νευροχειρουργική αντιμετώπιση. Η θεραπευτική αντιμετώπιση εξαρτάται από το μέγεθος, τη θέση και τη μορφολογία της δυσπλασίας, την ύπαρξη συνοδών ανευρυσμάτων, την ηλικία του ασθενούς, το ιστορικό προηγούμενης αιμορραγίας καθώς και τη γενική κλινική εικόνα του ασθενούς. Η χειρουργική αντιμετώπιση των αρτηριοφλεβωδών δυσπλασιών του εγκεφάλου περιλαμβάνει την απομόνωση της δυσπλαστικής περιοχής από την κυκλοφορία του αίματος και την χειρουργική αφαίρεση της. Συνήθως η δυσπλασία μπορεί να αφαιρεθεί χωρίς σημαντικό κίνδυνο αλλά υπάρχουν και δυσπλασίες που δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν χειρουργικά. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις μπορούν να χρησιμοποιηθούν άλλες μορφές θεραπείας όπως ο εμβολισμός.
Τα σηραγγώδη αιμαγγειώματα του κεντρικού νευρικού συστήματος είναι καλοήθη, αγγειακά αμαρτώματα που αποτελούνται από κολποειδή αγγειακά κανάλια, χωρίς νευρικό παρέγχυμα, αρτηρίες ή φλέβες. Μπορεί να αιμορραγήσουν, να θρομβωθούν ή να ασβεστοποιηθούν ενώ μεγαλώνοντας η πιθανότητα αιμορραγίας αυξάνεται. Το μέγεθος τους κυμαίνεται από ελάχιστα χιλιοστά ως αρκετά εκατοστά, μπορεί να είναι κληρονομικά ή τυχαία ενώ μπορεί να δημιουργηθούν μετά από ακτινοθεραπεία στον εγκέφαλο ή το νωτιαίο μυελό. Τα σηραγγώδη αιμαγγειώματα μπορεί να παραμείνουν ασυμπτωματικά αλλά στη περίπτωση που προκαλούν επανειλημμένες αιμορραγίες, μπορεί να οδηγήσουν σε προοδευτική νευρολογική βλάβη. Ο κίνδυνος αιμορραγίας αυξάνει μετά από την πρώτη φορά και ιδιαίτερα σε σηραγγώδη αιμαγγειώματα του στελέχους. Η διάγνωση γίνεται με αξονική και μαγνητική τομογραφία ενώ συνίσταται και ψηφιακή αγγειογραφία όταν υπάρχει υποψία αρτηριοφλεβώδους δυσπλασίας ή άλλης πάθησης. Θεραπεία του σηραγγώδους αιμαγγειώματος εφόσον κριθεί απαραίτητη συνιστά η χειρουργική αφαίρεση του. Αν το αγγείωμα είναι χειρουργικά προσβάσιμο, η οριστική θεραπεία είναι η χειρουργική του αφαίρεση με ενδοσκοπικές τεχνικές. Ο εξειδικευμένος στον νευροχειρουργός, με μικροσκόπιο υψηλής ευκρίνειας και μικροεργαλεία αφαιρεί το αιμαγγείωμα και το απομακρύνει προσεκτικά μαζί με τον προσβεβλημένο περιβάλλοντα εγκεφαλικό ιστό.
ΑΛΛΕΣ ΠΑΘΗΣΕΙΣ
Ο υδροκέφαλος είναι μια διαταραχή που χαρακτηρίζεται από την υπερβολική συσσώρευση εγκεφαλονωτιαίου υγρού (ΕΝΥ) στον ενδοκρανιακό χώρο λόγο διαταραχών της κυκλοφορίας του. Η διαταραχή της παραγωγής, κυκλοφορίας ή απορρόφησης του ΕΝΥ μπορεί να προκαλέσει την υπερσυσσώρευσή του προκαλώντας διάταση και αύξηση της ενδοκράνιας πίεσης. Ο υδροκέφαλος μπορεί να οφείλεται σε διάφορες αιτίες όπως γενετικές, απόφραξης λόγο όγκων/κύστεων/αιματωμάτων ή λόγο τραυματισμών. Αναλόγως των αιτίων, ο υδροκέφαλος εκδηλώνεται με διαφορετικά κλινικά σύνδρομα τα οποία ποικίλλουν ανάλογα με την ηλικία, την εξέλιξη της νόσου και την αιτιολογία. Ο υδροκέφαλος μπορεί να είναι αποφρακτικός λόγο συγγενών ανωμαλιών και τα συμπτώματα του περιλαμβάνουν πονοκέφαλος, ναυτία, έμετος, διαταραχές στην όραση, πτώση του επιπέδου της συνείδησης, έως λήθαργο, κώμα και θάνατο, αν δεν γίνει εγκαίρως η παροχέτευση του εγκεφαλονωτιαίου υγρού. Η διάγνωση του γίνεται με αξονική ή/και μαγνητική τομογραφία και η άμεση αποσυμφόρηση του εφόσον κριθεί αναγκαία μπορεί να γίνει με οσφυονωτιαία παρακέντηση. Η θεραπεία του περιλαμβάνει τη χειρουργική αποκατάσταση της αιτίας που προκαλεί την απόφραξη εφόσον αυτό είναι δυνατό. Σε άλλη περίπτωση διασφαλίζεται χειρουργικά εναλλακτική δίοδος παροχέτευσης του ΕΝΥ με την τοποθέτηση βαλβίδας παροχέτευσης η οποία παροχετεύει την περίσσεια του ΕΝΥ σε σημείο του κεντρικού νευρικού συστήματος ή άλλο σημείο του σώματος, συνήθως ενδοπεριτοναϊκά, που μπορεί να απορροφηθεί. Στη περίπτωση μη-αποφρακτικού υδροκέφαλου υπάρχει ανώμαλη αύξηση του όγκου του εγκεφαλονωτιαίου υγρού (ΕΝΥ) στις κοιλίες του εγκεφάλου που μπορεί να προκύψει από μια υποαραχνοειδή αιμορραγία, τραύμα της κεφαλής, λοίμωξη, όγκο, επιπλοκές χειρουργικής επέμβασης ή χωρίς να συντρέχει κανένας από τους παραπάνω λόγους. Συχνά εντοπίζεται και σε ενήλικες με νευροεκφυλιστικές διαταραχές, όπως άνοια και νόσο Πάρκινσον. Στον μη-αποφρακτικό υδροκέφαλο τα συμπτώματα περιλαμβάνουν διαταραχές μνήμης και συγκέντρωσης, απάθεια, δυσκολία στη βάδιση και την ισορροπία και ακράτεια των ούρων. Σε σχετικά νεαρά σε ηλικία άτομα, η τοποθέτηση κοιλιοπεριτοναϊκής παροχέτευσης για την αποκατάσταση του υδροκέφαλου μπορεί να καθυστερήσει την πρόοδο των νευροεκφυλιστικών συμπτωμάτων.
Η επιληψία είναι η πάθηση που προκαλείται από διαταραχές της εγκεφαλικής δραστηριότητας που εκδηλώνονται με επιληπτικές κρίσεις. Οι επιληπτικές κρίσεις είναι ή εστιακές ή γενικευμένες. Οι απλές εστιακές επιληπτικές κρίσεις δεν προκαλούν απώλεια συνείδησης και εκδηλώνονται με μεταβολή των αισθήσεων, ζάλη, «μυρμήγκιασμα» και συστροφή των άκρων. Οι γενικευμένες εστιακές κρίσεις είναι εντονότερες και χαρακτηρίζονται από απώλεια συνείδησης και αφορούν σε ανωμαλία που επηρεάζει και τα δύο ημισφαίρια του εγκεφάλου. Μια επιληπτική κρίση μπορεί να αποτελεί εκδήλωση σοβαρής πάθησης του εγκεφάλου, αλλά και άλλων οργάνων όπως το ήπαρ ή οι νεφροί. Η κλινική εξέταση κατά την εκδήλωση επιληπτικής κρίσης συνοδεύεται συνήθως και από ηλεκτροεγκεφαλογράφημα, αξονική και μαγνητική τομογραφία. Η πλέον συχνότερη είναι η κροταφική επιληψία και αφορά είτε τον έναν είτε και τους δύο κροταφικούς λοβούς. Μπορεί να προκαλείται από ινώδη ιστό ή όγκο στον κροταφικό λοβό αλλά και από άγνωστη αιτία. Συνήθως ξεκινά στην ηλικία των 10-20 ετών, αλλά και σε μεγαλύτερες ηλικίες. Συνήθως τα άτομα έχουν στο ιστορικό τους μια επιληπτική κρίση με πυρετό ή τραύμα στα πρώτα παιδικά τους χρόνια. Οι αρχικές κρίσεις μπορεί να μην περιλαμβάνουν απώλεια συνείδησης αλλά στομαχικές ενοχλήσεις, αίσθημα πανικού, ναυτία, οσφρητικές ή ακουστικές παραισθήσεις. Άλλες φορές οι κρίσεις μπορεί να εκδηλώνονται με καθήλωση του βλέμματος, απώλεια συνείδησης, σύγχυση, αυτοματισμούς με τα δάκτυλα, ή τα χείλια, περίεργη στάση των άνω άκρων, ακατανόητες λέξεις, ή αδυναμία ομιλίας. Αυτές οι κρίσεις πολύ συχνά καταλήγουν να γίνουν γενικευμένες τονικοκλονικές επιληπτικές κρίσεις. Οι σπασμοί των επιληπτικών κρίσεων δεν είναι απειλητικοί για τη ζωή εκτός αν συνοδεύονται από σοβαρό τραυματισμό. Η διάγνωση γίνεται από νευρολόγο και περιλαμβάνει επιπλέον εξετάσεις όπως ηλεκτροεγκεφαλογράφημα, ειδικές αιματολογικές εξετάσεις καθώς και αξονική και μαγνητική τομογραφία για τον έλεγχο δομικών ανωμαλιών του εγκεφάλου. Η θεραπεία της κροταφικής επιληψίας αρχικά είναι φαρμακευτική και συνήθως έχει πολύ καλά αποτελέσματα ενώ η χειρουργική αντιμετώπιση είναι απαραίτητη όταν ο ασθενής δεν ανταποκρίνεται στη φαρμακευτική αγωγή. Η χειρουργική θεραπεία από εξειδικευμένο νευροχειρουργό, έχει εξαιρετικά αποτελέσματα στη συντριπτική πλειοψηφία των ασθενών. Άλλες θεραπείες περιλαμβάνουν τη διέγερση του πνευμονογαστρικού νεύρου και την εν τω βάθει εγκεφαλική νευροδιέγερση.
Ο σπασμός ημιπροσώπου εκδηλώνεται με ανώδυνες ακούσιες συσπάσεις των μυών στη μια πλευρά του προσώπου, ως αποτέλεσμα της πίεσης ή του ερεθισμού του προσωπικού νεύρου από κάποιο αγγείο, συνήθως της πρόσθιας κάτω παρεγκεφαλιδικής αρτηρίας. Ξεκινά με συσπάσεις των μυών του βλεφάρου και προοδευτικά εκτείνεται στους υπόλοιπους μυς του προσώπου. Πέραν της συμπίεσης του προσωπικού νεύρου, μπορεί να είναι ιδιοπαθής ή να οφείλεται σε κάποιο όγκο ή κύστη. Η διάγνωση της γίνεται από νευρολόγο προκειμένου να διαπιστωθεί η ακριβής αιτία. Η χειρουργική θεραπεία του σπασμού ημιπροσώπου περιλαμβάνει τη χειρουργική αποσυμπίεση του νεύρου ενώ οι πιθανότητες επιπλοκών είναι πολύ μικρές. .
Η νευραλγία του τριδύμου χαρακτηρίζεται από επαναλαμβανόμενο παροξυσμικό πόνο στη μία πλευρά του προσώπου όπου νευρώνεται από το τρίδυμο νεύρο. Ο πόνος είναι ιδιαίτερα οξύς παρότι δεν διαρκεί παραπάνω από μερικά δευτερόλεπτα ως 1-2 λεπτά ενώ συνήθως δεν συνοδεύεται από νευρολογικό έλλειμμα. Είναι σπάνια πάθηση και επηρεάζει περισσότερο τις γυναίκες ηλικίας άνω των 50 ετών. Συνήθως προκαλείται από ήπιο ερέθισμα όπως η μάσηση ή το βούρτσισμα των δοντιών αλλά και αυτόματα. Ό πόνος μπορεί να επαναλαμβάνεται συχνά μέσα στην ημέρα και ενδιάμεσα να διατηρείται ένα αίσθημα καύσου. Πέραν από το δυσάρεστο συναίσθημα, ο ασθενής μπορεί να παρουσιάσει και σπασμούς στους μύες του προσώπου. Αιτία μπορεί να είναι ο ερεθισμός του τριδύμου από παρακείμενη αρτηρία ή απώλεια μυελίνης λόγο νευροεκφυλιστικής νόσου όπως η πολλαπλή σκλήρυνση. Ο νευρολόγος συνήθως εντοπίζει την αιτία της νευραλγίας με μια μαγνητική τομογραφία. Η νευραλγία τριδύμου αρχικά αντιμετωπίζεται με φαρμακευτική αγωγή για να μετριαστεί η υπερδιέγερση του τριδύμου. Τα φάρμακα όμως μπορεί να μην αποδίδουν ή να προκαλούν σημαντικές παρενέργειες όπως καταβολή, ναυτία, αστάθεια βάδισης και επιβράδυνση της σκέψης. Άλλη προσέγγιση είναι η έγχυση του φαρμάκου από τον Νευροχειρουργό απευθείας σε κλάδους του τριδύμου νεύρου. Σε περίπτωση που ο ασθενής δεν ανταποκρίνεται στη φαρμακευτική αγωγή, μπορεί να υποβληθεί σε χειρουργική νευραγγειακής αποσυμπίεσης.
ΠΑΘΗΣΕΙΣ ΣΠΟΝΔΥΛΙΚΗΣ ΣΤΗΛΗΣ & Ν.ΜΥΕΛΟΥ
ΠΑΘΗΣΕΙΣ
Η αυχενική μυελοπάθεια είναι εκφυλιστική νόσος, όπου προκαλείται από τη στένωση του σπονδυλικού σωλήνα στο ύψος του αυχένα με αποτέλεσμα τον τραυματισμό του νωτιαίου μυελού. Ο νωτιαίος μυελός αποτελεί ιδιαίτερα ευπαθή ανατομική δομή ενώ οι βλάβες στο νωτιαίο μυελό μπορούν να προκαλέσουν μη αναστρέψιμα νευρολογικά προβλήματα. Οι βλάβες αυτές προκαλούνται μηχανικά λόγο στένωσης του μυελικού σωλήνα που μπορεί να οφείλεται σε τραυματισμό, σε αυχενική δισκοκήλη, σε όγκο, σε αιμάτωμα ή σε οστεόφυτα. Με την προοδευτική αύξηση της στένωσης προκαλείται τραυματισμός στις ρίζες των νεύρων που διέρχονται τον σπονδυλικό σωλήνα προκαλώντας δυσλειτουργία στα περιφερικά νεύρα των άκρων ή του κορμού. Συμπτώματα αυχενικής μυελοπάθειας είναι η αδυναμία και τα μουδιάσματα στα άκρα και μακροπρόθεσμα η δυσκολία στη βάδιση και η απώλεια ελέγχου των σφιγκτήρων. Αν η μυελοπάθεια δεν αντιμετωπιστεί, προοδευτικά μπορεί να οδηγήσει σε αναπηρία. Η αντιμετώπιση της απαιτεί νευροχειρουργική επέμβαση καθώς δεν αντιμετωπίζεται συντηρητικά με φαρμακευτική αγωγή ή φυσικοθεραπείες. Η επέμβαση αποσκοπεί στη χειρουργική διεύρυνση της στένωσης αφαιρώντας το αίτιο (οστεόφυτο, δισκοκήλη) που την προκαλεί. Οι επεμβάσεις αυτές γίνονται πλέον με ελάχιστα επεμβατικές, ενδοσκοπικές μεθόδους που επιτρέπουν τη πρόσθια αυχενική μικροδισκεκτομή ή οπίσθια πεταλεκτομή με ή χωρίς σπονδυλοδεσία. Η προσπέλαση γίνεται δια της τραχηλικής οδού με σκοπό την αφαίρεση του μεσοσπονδύλιου δίσκου και πιθανώς των οστεόφυτων που πιέζουν τις νευρικές ρίζες ενώ η σπονδυλοδεσία με ειδικό μόσχευμα μπορεί να χρειαστεί για να σταθεροποιήσει τους παρακείμενους σπονδύλους.
Νευρογενής διαλείπουσα χωλότητα είναι η αδυναμία του ατόμου να βαδίσει μεγάλη απόσταση λόγο πόνων ή αδυναμίας στα πόδια και στη μέση. Η πάθηση αυτή είναι προοδευτική και σταδιακά η απόσταση που το άτομο μπορεί να διανύσει γίνεται όλο και μικρότερη ενώ τα διαλλείματα που χρειάζεται για την ίδια απόσταση γίνονται όλο και περισσότερα. Τα άτομα με νευρογενή διαλείπουσα χωλότητα τείνουν να σκύβουν προς τα εμπρός. Επίσης μπορεί να έχουν αίσθημα διάχυτης ισχιαλγίας καθώς και μουδιάσματα, πόνο και κράμπες στα πόδια. Η αιτία της πάθησης είναι η στένωση του σπονδυλικού σωλήνα στο ύψος της οσφυϊκής μοίρας με αποτέλεσμα να πιέζονται οι διερχόμενες νευρικές ρίζες προκαλώντας πόνο. Η κάμψη του σώματος προς τα εμπρός προσφέρει ανακούφιση καθώς αυξάνει το εύρος του σπονδυλικού σωλήνα μειώνοντας τη πίεση. Η στένωση της οσφυϊκής μοίρας είναι συνήθως αποτέλεσμα φυσιολογική φθοράς των μεσοσπονδύλιων δίσκων που συνοδεύεται από την ανάπτυξη οστεόφυτων και οστεοαρθρίτιδας που οδηγεί σε σπονδυλοαρθροπάθεια. Σε άλλες περιπτώσεις μπορεί να είναι αποτέλεσμα κατάγματος ή όγκου. Η πάθηση συνήθως εμφανίζεται σε άτομα άνω των 50 ετών και αν δεν αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά μπορεί να οδηγήσει σε σημαντικό περιορισμό της κινητικότητας της σπονδυλικής στήλης και μακροπρόθεσμα να καταλήξει σε αναπηρία. Η διάγνωση της πάθησης γίνεται με απεικονιστικές εξετάσεις (ακτινογραφία, μαγνητική τομογραφία) και η συντηρητική αντιμετώπιση της μπορεί να περιλαμβάνει αναλγητικά ή και έγχυση στεροειδών. Η ουσιαστική αποσυμπίεση όμως της σπονδυλικής στήλης γίνεται μόνο χειρουργικά ώστε να διευρυνθεί η στένωση αφαιρώντας τις δομές που την προκαλούν. Οι επεμβάσεις αυτές πλέον γίνονται ενδοσκοπικά, επιφέρουν πολύ μικρό χειρουργικό τραύμα και απαιτούν ελάχιστο χρόνο νοσηλείας. Οι επέμβαση μπορεί να περιλαμβάνει αφαίρεση του πέταλου του σπονδύλου (πεταλεκτομή) ή αφαίρεση του μεσοσπονδύλιου δίσκου εφόσον παρουσιάζει κήλη (δισκεκτομή). Ανά περίπτωση μπορεί να χρειαστεί σπονδυλοδεσία με συνθετικό μόσχευμα για τη σταθεροποίηση του σπονδυλικού σωλήνα.
Η δισκοκήλη ή κήλη του μεσοσπονδυλίου δίσκου είναι η ρήξη του σκληρού περιβλήματος του μεσοσπονδύλιου δίσκου με αποτέλεσμα τη διολίσθηση του μαλακού του πυρήνα έξω από την ανατομική του θέση. Η δισκοκήλη προκαλεί ερεθισμό των νεύρων που πιέζει με αποτέλεσμα τον πόνο και τον περιορισμό της κινητικότητας και τις αισθητικές διαταραχές (μουδιάσματα, τσιμπήματα, αδυναμία). Η δισκοκήλη μπορεί να είναι αποτέλεσμα χρόνιας φθοράς λόγο ηλικίας ή τραυματισμού. Αναλόγως της θέσης του σπονδύλου, η δισκοκήλη μπορεί να εκδηλωθεί στην οσφυϊκή, στην αυχενική και σπανιότερα στη θωρακική μοίρα της σπονδυλικής στήλης. Η οσφυϊκή δισκοκήλη χαρακτηρίζεται από πόνο στη μέση με αντανάκλαση στο γλουτό, το μηρό, τη γάμπα, το πέλμα καθώς και μουδιάσματα ή και αδυναμία των άκρων. Πέραν της συντηρητικής θεραπείας με αναλγητικά, μια μικρή οσφυϊκή δισκοκήλη μπορεί να αντιμετωπιστεί και με τη διαδερμική έγχυση βιοσυνθετικής γέλης (discogel) η οποία καταστρέφει χημικά την κήλη. Είναι μία σύγχρονη, ανώδυνη τεχνική η οποία όμως δεν ενδείκνυται για μεγαλύτερες κήλες που απαιτούν χειρουργική δισκεκτομή. Και στη περίπτωση όμως χειρουργικής δισκεκτομής, η ενδοσκοπική χειρουργική επιτρέπει την αφαίρεση της κήλης μέσω ελάχιστου χειρουργικού τραύματος και διασφαλίζει άριστο αποτέλεσμα και ταχεία ανάρρωση. Η θωρακική δισκοκήλη προκαλεί πίεση σε κάποια εξερχόμενη αυχενική ρίζα με αποτέλεσμα ο ασθενής εμφανίζει πόνο στον αυχένα με αντανακλάσεις, αδυναμία και μειωμένη αισθητικότητα στα άνω άκρα. Εφόσον ο ασθενής δεν ανταποκρίνεται σε συντηρητική αγωγή απαιτείται χειρουργική αποκατάσταση της κήλης. Αναλόγως της θέσης, η θωρακική δισκοκήλη μπορεί να αφαιρεθεί με πρόσθια ή οπίσθια αυχενική δισκεκτομή ενώ και πάλι η ενδοσκοπική χειρουργική εξασφαλίζει ελάχιστη επεμβατικότητα και ταχεία αποκατάσταση. Αναλόγως και η αυχενική δισκοκήλη χαρακτηρίζεται από πόνο στον αυχένα και συμπτώματα αδυναμίας και αισθητικών διαταραχών στα άνω άκρα. Και σε αυτή τη περίπτωση, η κήλη αφαιρείται με πρόσθια ή οπίσθια αυχενική δισκεκτομή ενώ αξιοποιούνται τα οφέλη της ενδοσκοπικής χειρουργικής.
Άλλη κοινή πάθηση της σπονδυλικής στήλης είναι η σπονδυλολίσθηση η οποία αποτελεί τη μετατόπιση ενός σπονδύλου πρόσθια, οπίσθια ή πλαγίως με αποτέλεσμα να πιέζει τον μυελικό σωλήνα και να προκαλεί πόνο στη μέση και τα πόδια κατά την ορθοστασία και νευρολογικά προβλήματα. Η σπονδυλολίσθηση μπορεί να είναι συγγενής δηλαδή να οφείλεται σε εκ γενετής δυσπλασία ή εκφυλιστική λόγο της ηλικίας και του τρόπου ζωής που συμβάλλουν στη σταδιακή μείωση της ελαστικότητας της σπονδυλικής στήλης. Σε άλλη περίπτωση μπορεί να οφείλεται σε τραυματισμό, σε μεταβολική πάθηση των οστών και των συνδέσμων (πχ οστεοποόρωση) ή να προκύψει ως μετεγχειρητική βλάβη μετά από επέμβαση αποκατάστασης άλλης πάθησης της σπονδυλικής στήλης. Ο βαθμός σοβαρότητα της σπονδυλολίσθισης αξιολογείται βάση του ποσοστού ολίσθησης επί της συνολικής επιφάνειας επαφής των σπονδύλων. Έτσι η σπονδυλολίσθιση 1ου βαθμού αντικατοπτρίζει ποσοστό ολίσθησης ως 25% ενώ η σπονδυλολίσθιση 4ου βαθμού αφορά ποσοστό ολίσθησης πάνω από 75%. Η διάγνωση της σπονδυλολίσθισης γίνεται ακτινογραφικά ενώ οι χαμηλού βαθμού σπονδυλολισθίσεις αντιμετωπίζονται συνήθως συντηρητικά με αναλγητικά, κηδεμόνες στήριξης και φυσικοθεραπεία. Μια σπονδυλολίσθιση υψηλού βαθμού όμως αν δεν φαίνεται να είναι σταθερή ή αν προκαλεί μη-ανεκτό πόνο και δυσκινησία, απαιτεί χειρουργική αποκατάσταση καθώς μπορεί να επιφέρει σημαντικά νευρολογικά προβλήματα ως και μερική παράλυση. Σήμερα, η σπονδυλολίσθιση αντιμετωπίζεται με σύγχρονες χειρουργικούς μεθόδους που διασφαλίζουν τις μικρότερες δυνατές τομές, μεγάλη χειρουργική ακρίβεια και γρήγορη ανάρρωση του ασθενούς.
Η σπονδυλοδισκίτιδα είναι η προσβολή του μεσοσπονδύλιου δίσκου από λοίμωξη που μπορεί να επεκταθεί και στον επισκληρίδιο χώρο δημιουργώντας επισκληρίδιο εμπύημα το οποίο πιέζει τον νωτιαίο μυελό και τις νευρικές ρίζες. Είναι συχνότερη στη οσφυϊκή μοίρα και λιγότερο συχνή στη θωρακική και την αυχενική μοίρα. Παράγοντες κινδύνου για σπονδυλοδοκίτιδα είναι ο σακχαρώδης διαβήτης, η χρήση ενδοφλεβίων ουσιών, οι λοιμώξεις του ουροποιητικού, του δέρματος και των μαλακών μορίων, η νεφρική ανεπάρκεια, τα ρευματολογικά νοσήματα, η ανοσοκαταστολή, ο τραυματισμός ή χειρουργείο στην περιοχή. Κύριο σύμπτωμα της είναι ο έντονος πόνος στη μέση ιδίως στην όρθια στάση, περιορισμένο εύρος κίνησης αλλά και νευρολογικά συμπτώματα όπως μούδιασμα, πόνος ή αδυναμία στα κάτω άκρα και διαταραχές ούρησης. Η θεραπεία της περιλαμβάνει χορήγηση ενδοφλέβιων αντιβιοτικών κατόπιν αιμοκαλλιεργειών για μικροβιολογική ταυτοποίηση του λοιμογόνου παράγοντα. Σε περιπτώσεις εκτεταμένης λοίμωξης ο χειρουργικός ριζικός καθαρισμός ενδέχεται να πλεονεκτεί έναντι της φαρμακευτικής αγωγής καθώς αποσυμπιέζει άμεσα τη προσβεβλημένη περιοχή και προσφέρει τη δυνατότητα αποκατάστασης των βλαβών που έχουν προκληθεί. Έτσι, σε περιπτώσεις εκτεταμένης οστικής καταστροφής μπορεί να γίνει απομάκρυνση των κατεστραμμένων ιστών και στήριξη με σπονδυλοδεσία. Η διαδικασία του ριζικού καθαρισμού μπορεί να γίνει με ελάχιστη επεμβατικότητα μέσω διαδερμικής ενδοσκοπικής χειρουργικής ενώ η σπονδυλοδεσία μπορεί να γίνει με χρήση ρομποτικού συστήματος. Οι τεχνικές αυτές εξασφαλίζουν ελάχιστη αιμορραγία και βλάβες των παρακείμενων ιστών αλλά και ταχεία ανάρρωση.
Τα οστεοπορωτικά κατάγματα μπορεί να προκληθούν αυτόματα ή και με ελάχιστο τραυματισμό λόγο ευπάθειας των οστών. Χαρακτηρίζονται από έντονο πόνο ενώ αναλόγως της σοβαρότητας του κατάγματος και της πίεσης που μπορεί να προκαλεί στο νωτιαίο μυελό μπορεί να συνοδεύονται και από έντονα νευρολογικά προβλήματα όπως αδυναμία, μουδιάσματα, δυσκολία βάδισης ή απώλεια ελέγχου των σφιγκτήρων. Παρότι μπορούν να αντιμετωπιστούν συντηρητικά με ακινητοποίηση και σταθεροποίηση, συχνά ενδέχεται να προκαλέσουν παραμόρφωση της σπονδυλικής στήλης με αποτέλεσμα την περαιτέρω επιβάρυνση και τον αυξημένο κίνδυνο για νέα κατάγματα. Ως εκ τούτου, για τα σοβαρά κατάγματα αλλά και στις περιπτώσεις που τα συμπτώματα δεν υποχωρούν με τη συντηρητική θεραπεία συνίσταται χειρουργική αντιμετώπιση με τεχνικές σπονδυλοπλαστικής. Οι τεχνικές αυτές, όπως και η σπονδυλοδεσία είναι ελάχιστα επεμβατικές και διασφαλίζουν άμεση αποσυμπίεση των νεύρων που πιέζονται από τα κατάγματα και καλή στήριξη της σπονδυλικής στήλης για την αποφυγή παραμορφώσεων και νέων καταγμάτων.
ΟΓΚΟΙ
Οι όγκοι της σπονδυλικής στήλης μπορεί να είναι πρωτοπαθείς καλοήθεις ή κακοήθεις ή μεταστατικοί. Οι καλοήθεις πρωτοπαθείς όγκοι συνήθως αναπτύσσονται αργά και δεν συνιστούν άμεσο κίνδυνο για την υγεία του ασθενούς ενώ οι πρωτοπαθείς κακοήθεις όγκοι αναπτύσσονται γρήγορα και αν δεν αντιμετωπιστούν άμεσα είναι απειλητικοί για τη ζωή. Αναλόγως της θέσης τους διακρίνονται σε εξωσκληρίδιους όγκους οι οποίοι είναι οι συχνότεροι και προσβάλλουν τους σπονδύλους και τον επισκληρίδιο, ενδοσκληρίδιους εξωμυελικούς όγκους, οι οποίοι αναπτύσσονται στην αραχνοειδή μεμβράνη του νωτιαίου μυελού (μηνιγγιώματα), στις ρίζες νεύρων που εξέρχονται από το νωτιαίο μυελό (νευρίνωμα και νευροϊνώματα), ή κατά μήκος του τελικού νηματίου (επενδυμώματα) και ενδομυελικούς όγκους οι οποίοι προέρχονται από τα κύτταρα της γλοίας του νωτιαίου μυελού (αιμαγγειοβλάστωμα, αστροκύττωμα, επενδύμωμα). Τα λεμφώματα μπορούν να παρουσιαστούν σε όλα τις ανατομικές θέσεις της σπονδυλικής στήλης. Τα συμπτώματα ενός όγκου της σπονδυλικής στήλης ποικίλουν αναλόγως του τύπου, του μεγέθους και της θέσης του. Χαρακτηριστικά συμπτώματα είναι η μυϊκή αδυναμία, η δυσχέρεια βάδισης και ισορροπίας, η μειωμένη αισθητική ευαισθησία, η απώλεια ελέγχου της ουροδόχου κύστης ή του εντέρου και οι αλλαγές στη μορφολογία της σπονδυλικής στήλης.
Τυπικοί πρωτοπαθείς όγκοι είναι:
- Μηνιγγίωμα
- Χόρδωμα
- Πλασμοκύττωμα
- Οστεοειδές οστέωμα
- Γιγαντοκυτταρικός όγκος (οστεοκλάστωμα)
- Ανευρυσματική οστική κύστη
- Χονδροσάρκωμα, οστεοχόνδρωμα
- Σπονδυλικό αιμαγγείωμα
- Πολλαπλό μυέλωμα
Οι μεταστατικοί όγκοι της σπονδυλικής στήλης προέρχονται από πρωτογενείς όγκους σε άλλα όργανα όπως πνεύμονας, μαστός, στόμαχος, έντερο, προστάτης ή δέρμα. Είναι οι τρίτες συχνότερες μεταστάσεις μετά τον πνεύμονα και το ήπαρ και οι πιο συχνοί όγκοι της σπονδυλικής στήλης. Στις περιπτώσεις κακοηθών πρωτοπαθών ή μεταστατικών όγκων η χειρουργική αφαίρεση τους και η αποκατάσταση των βλαβών που ενδεχομένως έχουν προκαλέσει είναι απαραίτητη. Η χειρουργική προσέγγιση αλλά και το πρωτόκολλο ακτινοθεραπειών ή/και χημειοθεραπειών για κάθε ασθενή καθορίζεται από διεπιστημονική ομάδα που περιλαμβάνει νευροχειρουργό, ογκολόγο και ακτινοθεραπευτή με βάση τον τύπο, τον βαθμό και τη θέση του όγκου. Σε κάθε περίπτωση οι σύγχρονες ελάχιστα επεμβατικές χειρουργικές τεχνικές σπονδυλικής στήλης επιτρέπουν την αφαίρεση όγκων με μεγάλη ακρίβεια και την ελάχιστη δυνατή καταπόνηση του ασθενή. Η χειρουργική επέμβαση γίνεται κατόπιν των απαραίτητων απεικονιστικών εξετάσεων και βιοψιών ενώ στη περίπτωση βλαβών της σπονδυλικής στήλης κατά την επέμβαση αφαίρεσης του όγκου γίνεται και αποκατάσταση με σπονδυλοδεσία και σπονδυλοπλαστική.
ΜΥΕΛΟΣ
Ειδικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι όγκοι του νωτιαίου μυελού όπως το επενδύμωμα που αποτελεί το πιο συχνό γλοιώματα του νωτιαίου μυελού. Είναι συνήθως καλοήθες, βραδείας ανάπτυξης και συχνά η αφαίρεση του επιφέρει και την ίαση του. Κατόπιν διάγνωσης με μαγνητική τομογραφία και βιοψίας, αφαιρείται εξ ολοκλήρου ενώ στη περίπτωση κακοήθειας μπορεί να συστηθεί και ακτινοθεραπεία για προληπτικούς λόγους. Το αστροκύτωμα νωτιαίου μυελού εμφανίζονται συχνότερα σε άνδρες ηλικίας 20-50 ετών και συνήθως είναι χαμηλού βαθμού κακοήθειας. Για τη θεραπεία του στόχος είναι η πλήρης χειρουργική αφαίρεση, με μικροχειρουργικές τεχνικές. Στις περιπτώσεις που αυτό δεν είναι τεχνικά δυνατό συνίσταται η μερική του αφαίρεση και η περαιτέρω αντιμετώπιση με μετεγχειρητική ακτινοθεραπεία ή/και χημειοθεραπεία. Τα σβαννώματα είναι επίσης αργά αναπτυσσόμενοι καλοήθεις όγκοι που ξεκινούν από τα οπίσθια, αισθητικά ριζίδια με περιορισμένα συμπτώματα ενώ στην πορεία μπορεί να προκαλέσουν πίεση του μυελού και εκτεταμένη νευρολογική συνδρομή. Είναι αρκετά σπάνια και εμφανίζονται σποραδικά ή λόγο νευρινωμάτωσης. Για τη θεραπεία τους απαιτείται χειρουργική αφαίρεση ενώ η πλήρης αφαίρεση τους συνιστά ίαση χωρίς να είναι απαραίτητες άλλες θεραπείες. Τα λιπώματα μπορεί να εμφανιστούν αυτόματα ή σε συνδυασμό με δυσραφισμό (ατελής σύγκλειση του σπονδυλικού σωλήνα κατά την ενδομήτριο ζωή). Αναπτύσσονται κυρίως εξωμυελικά και η θεραπεία τους απαιτεί τη χειρουργική τους αφαίρεση. Ακόμα και αν η ολική αφαίρεση τους δεν είναι εφικτή, η μερική αφαίρεση επαρκεί για να ανακουφίσει από τα συμπτώματα που προκαλεί η πίεση που ασκούν στο νωτιαίο μυελό.
Σε ότι αφορά τις παθήσεις του νωτιαίου μυελού, ειδική αναφορά πρέπει να γίνει και στο αιμαγγειοβλάστωμα το οποίο είναι καλοήθης όγκος που επί το πλείστων εμφανίζεται στη παρεγκεφαλίδα αλλά σε μικρά ποσοστά μπορεί να εμφανιστεί και στον νωτιαίο μυελό. Σημαντικό ποσοστό των περιπτώσεων εκδήλωσης αιμαγγειοβλαστώματος σχετίζεται με τη νόσο Νόσο von Hippel-Lindau (VHL). Στο πλαίσιο της νόσου αυτής το αιμαγγειοβλάστωμα προσβάλει και τον αμφιβληστροειδή ενώ μπορεί να συνυπάρχουν όγκοι όπως το φαιοχρωμοκύττωμα και κύστες του παγκρέατος και των νεφρών. Παθολογοανατομικά, πρόκειται για αγγειακούς όγκους ενδοθηλιακής προέλευσης με τη μορφή μικρής συμπαγούς μάζας με σαφή όρια. Συνήθως αναπτύσσετε ενδομυελικά και σπανιότερα, ενδομηνιγγικά και εξωμυελικά. Κατά την ανάπτυξη του συνήθως επεκτείνεται στην πίσω πλευρά της αυχενο-θωρακικής μοίρας και λιγότερο συχνά της οσφυϊκής. Οι όγκοι εκείνοι που προκαλούν συμπτώματα σχεδόν πάντα συνδυάζονται με συριγγομυελία. Η διάγνωση του περιλαμβάνει αξονική και τη μαγνητική τομογραφία εγκεφάλου, καθώς και ψηφιακή αγγειογραφία. Απαραίτητος είναι και ο έλεγχος με μαγνητική τομογραφία όλης της σπονδυλικής στήλης για τον αποκλεισμό πολλαπλών βλαβών στο νωτιαίο μυελό. Θεραπεία συνιστά η χειρουργική αφαίρεση του όγκου και η ριζική εκτομή του. Λόγο των αιμοφόρων αγγείων μπορεί να προηγηθεί προεγχειρητικός εμβολισμός για την αποφυγή αιμορραγίας.
Η μυελοπάθεια και ειδικότερα η αυχενική μυελοπάθεια αποτελεί βλάβη στον νωτιαίο μυελό στο επίπεδο της αυχενικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης, ως αποτέλεσμα πίεσης ή μειωμένης παροχής αίματος λόγο δομικών βλαβών. Δεδομένου ότι ο νωτιαίος μυελός αποτελεί ιδιαίτερα ευπαθή ανατομική δομή, η μυελοπάθεια πρέπει να προλαμβάνεται ή να αντιμετωπίζεται άμεσα καθώς μπορεί να επιφέρει μη αναστρέψιμες νευρολογικές βλάβες ως και παράλυση. Η μυελοπάθεια προκαλείται από μηχανικά αίτια όπως η στένωση του σπονδυλικού σωλήνα που έχει προκληθεί λόγο ατυχήματος, ανατομικής δυσμορφίας, δισκοκήλης, οστεόφυτων, όγκου ή αιματώματος. Λόγο της στένωσης πιέζονται οι νευρικές ρίζες που διέρχονται από το σημείο και νευρώνουν τα άκρα και τον κορμό προκαλώντας νευρολογικά συμπτώματα όπως μουδιάσματα και ελλιπή αισθητικότητα ενώ σε σοβαρές περιπτώσεις παρουσιάζεται δυσκολία στη βάδιση και απώλεια ελέγχου των σφιγκτήρων. Η μυελοπάθεια δεν αντιμετωπίζεται με συντηρητική θεραπεία και δεδομένου ότι είναι προοδευτικά εξελισσόμενη πρέπει να αποκατασταθεί χειρουργικά καθώς μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρή αναπηρία. Η χειρουργική αποκατάσταση της μυελοπάθειας περιλαμβάνει την εξάλειψη του αιτίου που προκαλεί τη στένωση του μυελικού σωλήνα και την αποκατάσταση της μορφολογίας του. Συνήθως εφαρμόζονται ελάχιστα επεμβατικές χειρουργικές τεχνικές για την αφαίρεση της δισκοκήλης, των οστεόφυτων, του όγκου ή του αιματώματος που πιέζουν τον μυελό ενώ μπορεί να εφαρμοστεί και σπονδυλοδεσία για καλύτερη στήριξη και σταθεροποίηση. Αναλόγως του αιτίου και της θέσης του, η αποκατάσταση μπορεί να γίνει με πρόσθια αυχενική μικροδισκεκτομή ή οπίσθια πεταλεκτομή με ή χωρίς σπονδυλοδεσία.
Συριγγομυελία ονομάζεται η δημιουργία κυστικής κοιλότητας με εγκεφαλονωτιαίο υγρό μέσα στον νωτιαίο μυελό. Μπορεί να είναι ιδιοπαθής χωρίς συγκεκριμένη αιτιολογία ή δευτεροπαθής λόγο δυσπλασία Chiari, φλεγμονώδους αιτιολογίας όπως μηνιγγίτιδα ή υπαραχνοειδούς αιμορραγίας. Επίσης μπορεί να οφείλεται σε τραυματική αιτία ή να προκύψει μετεγχειρητικά μετά από αφαίρεση όγκου. Η συριγγομυελία ενδέχεται να είναι ασυμπτωματική ή να συνοδεύεται από συμπτώματα όπως πόνος στον αυχένα, μυϊκή αδυναμία και η μυϊκή ατροφία στην πλάτη, τους ώμους, τα άνω και κάτω άκρα, προοδευτική απώλεια αισθητικότητας, υπεριδρωσία και απώλεια τενόντιων αντανακλαστικών. Η διάγνωση της γίνεται με μαγνητική τομογραφία σπονδυλικής στήλης. Εάν δεν υπάρχουν συμπτώματα, γίνεται τακτική απεικονιστική παρακολούθηση ενώ αν εκδηλωθούν συμπτώματα επιβάλλεται η χειρουργική αφαίρεση της με σκοπό την αποσυμπίεση του νωτιαίου μυελού και την εξάλειψη των συμπτωμάτων. Η χειρουργική προσέγγιση εξαρτάται από την αιτία και τη θέση της συριγγομυελίας. Στις περιπτώσεις πρωτοπαθούς συριγγομυελίας μπορεί να τοποθετηθεί ειδικός σωλήνας εντός της σύριγγας για την παροχέτευση του υγρού στον υπαραχνοειδή χώρο γύρω από τον νωτιαίο μυελό, ή σε άλλες σωματικές κοιλότητες.
ΧΡΟΝΙΟΣ ΠΟΝΟΣ
Ως χρόνιος πόνος χαρακτηρίζεται ο πόνος οποιασδήποτε αιτιολογίας ο οποίος διαρκεί πάνω από 3 μήνες με αποτέλεσμα να υποβαθμίζει τη λειτουργικότητα και την ποιότητα ζωής του ασθενούς. Όταν ο ασθενής με χρόνιο πόνο δεν ανταποκρίνεται στη φαρμακευτική αγωγή ή η δοσολογία της αγωγής αυξάνεται σε βαθμό που επιφέρει επιπλοκές, απαιτείται χειρουργική παρέμβαση από νευροχειρουργό εξειδικευμένο στην αντιμετώπιση του χρόνιου πόνου. Η σύγχρονη Νευροχειρουργική, προσφέρει θεραπεία με ελάχιστα επεμβατικές τεχνικές οι οποίες στοχεύουν στους νευροδιαβιβαστές του πόνου, προσφέροντας ανακούφιση. Ο χρόνιος πόνος μπορεί να οφείλεται σε διάφορες αιτίες. Μπορεί να πρόκειται για μετεγχειρητικό πόνο, καρκινικό πόνο, ημικρανίες, πόνο από απομυελινωτικές παθήσεις του εγκεφάλου και του νωτιαίου μυελού, χρόνιο ριζιτικό σύνδρομο που προκύπτει από τραυματισμό του νωτιαίου μυελού, μυοσκελετικό πόνο από οστεοαρθρίτιδα ή ρευματικές παθήσεις ή ινομυαλγία ή εκφυλιστικές παθήσεις της σπονδυλικής στήλης. Χαρακτηριστικός και ιδιαίτερα έντονος είναι και ο πόνος των νευραλγιών όπως η νευραλγία τριδύμου και η μεθερπητική νευραλγία καθώς και ο πόνος από περιφερικές νευροπάθειες λόγο διαβήτη ή άλλων νοσημάτων. Χρόνιος πόνος μπορεί να προκύψει και μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο ή περιφερικές αγγειοπάθειες. Σύνδρομα με χαρακτηριστικό χρόνιο πόνο είναι και το σύνδρομο πόνου μετά από επέμβαση στη πλάτη (Failed back syndrome) και το σύνθετο σύνδρομο περιοχικού πόνου (Αλγοδυστροφία Suddeck).
Η συντηρητική αντιμετώπιση χρόνιου πόνου γίνεται με χορήγηση αναλγητικών, αντιφλεγμονωδών, αντιεπιληπτικών, αντικαταθλιπτικών, οπιοειδών και άλλων φαρμάκων. Για τον περιορισμό την δοσολογίας φαρμάκων και των παρενεργειών τους, η σύγχρονη νευροχειρουργική προσφέρει τη δυνατότητα τοπικής, ενδορραχιαίας χορήγησης φαρμάκων με την εμφύτευση ειδικής υποδόριας αντλίας για την κατευθυνόμενη, σταδιακή έγχυση του φαρμάκου στο Νωτιαίο Μυελό και στις νευρικές ρίζες. Η τοποθέτηση της αντλίας αρχικά γίνεται δοκιμαστικά ενώ αν κριθεί απαραίτητη και εφόσον είναι καλά ανεκτή από τον ασθενή μπορεί να τοποθετηθεί μόνιμα. Η τοποθέτηση αντλίας ενέχει πάντα κίνδυνο για λοιμώξεις ή εκροή εγκεφαλονωτιαίου υγρού γι’ αυτό και η τοποθέτηση και ο τακτικός έλεγχος της λειτουργίας της πρέπει να γίνεται από εξειδικευμένο νευροχειρουργό.
Άλλη χειρουργική επιλογή για τη διαχείριση χρόνιου πόνου είναι η νευροδιέγερση ή η νευρόλυση αναλόγως του αιτίου που προκαλεί τον πόνο. Ο εν τω βάθει εγκεφαλικός ηλεκτρικός ερεθισμός ή νευροδιέγερση (deep brain stimulation – DBS) αποτελεί μια σύγχρονη νευροχειρουργική τεχνική για τη θεραπεία κινητικών διαταραχών που προκαλούν νευρολογικές και ψυχιατρικές παθήσεις όπως η Νόσος του Πάρκινσον, η δυστονία, ο ιδιοπαθής τρόμος, η σκλήρυνση κατά πλάκας, τα εγκεφαλικά ή επιληψία. Με την εν τω βάθει νευροδιέγερση (DBS) επιτυγχάνεται η διέγερση περιοχών του εγκεφάλου που είναι υπεύθυνες για την κίνηση του σώματος, ώστε να μειώνονται τα ανεπιθύμητα συμπτώματα. Επίσης, μειώνεται η δοσολογία των φαρμάκων και των παρενεργειών τους βελτιώνοντας σημαντικά τη λειτουργικότητα και τη ποιότητα ζωής των ασθενών. Η νευροδιέγερση έχει σημαντικά ποσοστά επιτυχίας ως προς τη μείωση του νευρολογικού τρόμου και ελάχιστες πιθανότητες παρενεργειών. Η τεχνική της νευροδιέγερσης γίνεται με τον ασθενή σε εγρήγορση υπό τοπική αναισθησία. Κατόπιν μαγνητικής και αξονικής τομογραφίας στόχευσης που διασφαλίζει ακρίβεια χιλιοστού, γίνεται κρανοδιάτρηση και τοποθετούνται ηλεκτρόδια μέσω μικρών τομών στη κατάλληλη περιοχή του εγκεφάλου αναλόγως της πάθησης. Ακολουθούν οι δοκιμασίες ορθής λειτουργίας και στη συνέχεια ο ασθενής υποβάλλεται σε γενική νάρκωση ώστε να τοποθετηθεί ο νευροδιεγέρτης κάτω από το δέρμα της υποκλείδιας περιοχής. Με την εμφύτευση του νευροδιεγέρτη είναι εφικτή η συνεχής διέγερσή του με ρεύμα που προέρχεται από ειδική μπαταρία η οποία έχει τοποθετηθεί στο πρόσθιο θωρακικό τοίχωμα. Το ηλεκτρόδιο έχει τέσσερις πόλους που λειτουργούν ως άνοδος ή κάθοδος για την εκπομπή ή τη λήψη του ηλεκτρικού ερεθίσματος. Τα αποτελέσματα του DBS εξαρτώνται από το σημείο εμφύτευσης των ηλεκτροδίων. Ο μετεγχειρητικός πόνος είναι μικρός και αντιμετωπίζεται με αναλγητικά. Ο ασθενής αναχωρεί από την κλινική όταν ολοκληρωθούν οι αρχικές ρυθμίσεις του νευροδιεγέρτη, λίγες ημέρες μετά την επέμβαση. Εκτός του εγκεφάλου, αναλόγως μπορεί να γίνει νευροδιέγερση και των γαγγλίων των σπονδυλικών ριζών σε ασθενείς με χρόνιο πόνο μετά από επεμβάσεις σπονδυλικής στήλης και του νωτιαίου μυελού για ασθενείς με χρόνιο πόνο στη σπονδυλική στήλη ή τη βουβωνική χώρα και τα κάτω άκρα. Σε κάθε περίπτωση ο διεγέρτης ελέγχεται και η λειτουργεία του προσαρμόζεται ανάλογα με τις ανάγκες του ασθενούς ενώ ο ασθενής εκπαιδεύεται στη σωστή λειτουργία του διεγέρτη ώστε να μπορεί να ενεργοποιεί και να απενεργοποιεί με χειριστήριο το σύστημα.
Διεύθυνση
Ναυαρίνου 40, Χαλάνδρι, 15232
Καλέστε μας
2114100111 , 6937049620
Email
vassileios.oikonomidis@gmail.com