Η αυχενική μυελοπάθεια είναι εκφυλιστική νόσος, όπου προκαλείται από τη στένωση του σπονδυλικού σωλήνα στο ύψος του αυχένα με αποτέλεσμα τον τραυματισμό του νωτιαίου μυελού. Ο νωτιαίος μυελός αποτελεί ιδιαίτερα ευπαθή ανατομική δομή ενώ οι βλάβες στο νωτιαίο μυελό μπορούν να προκαλέσουν μη αναστρέψιμα νευρολογικά προβλήματα. Οι βλάβες αυτές προκαλούνται μηχανικά λόγο στένωσης του μυελικού σωλήνα που μπορεί να οφείλεται σε τραυματισμό, σε αυχενική δισκοκήλη, σε όγκο, σε αιμάτωμα ή σε οστεόφυτα. Με την προοδευτική αύξηση της στένωσης προκαλείται τραυματισμός στις ρίζες των νεύρων που διέρχονται τον σπονδυλικό σωλήνα προκαλώντας δυσλειτουργία στα περιφερικά νεύρα των άκρων ή του κορμού. Συμπτώματα αυχενικής μυελοπάθειας είναι η αδυναμία και τα μουδιάσματα στα άκρα και μακροπρόθεσμα η δυσκολία στη βάδιση και η απώλεια ελέγχου των σφιγκτήρων. Αν η μυελοπάθεια δεν αντιμετωπιστεί, προοδευτικά μπορεί να οδηγήσει σε αναπηρία. Η αντιμετώπιση της απαιτεί νευροχειρουργική επέμβαση καθώς δεν αντιμετωπίζεται συντηρητικά με φαρμακευτική αγωγή ή φυσικοθεραπείες. Η επέμβαση αποσκοπεί στη χειρουργική διεύρυνση της στένωσης αφαιρώντας το αίτιο (οστεόφυτο, δισκοκήλη) που την προκαλεί. Οι επεμβάσεις αυτές γίνονται πλέον με ελάχιστα επεμβατικές, ενδοσκοπικές μεθόδους που επιτρέπουν τη πρόσθια αυχενική μικροδισκεκτομή ή οπίσθια πεταλεκτομή με ή χωρίς σπονδυλοδεσία. Η προσπέλαση γίνεται δια της τραχηλικής οδού με σκοπό την αφαίρεση του μεσοσπονδύλιου δίσκου και πιθανώς των οστεόφυτων που πιέζουν τις νευρικές ρίζες ενώ η σπονδυλοδεσία με ειδικό μόσχευμα μπορεί να χρειαστεί για να σταθεροποιήσει τους παρακείμενους σπονδύλους.
Νευρογενής διαλείπουσα χωλότητα είναι η αδυναμία του ατόμου να βαδίσει μεγάλη απόσταση λόγο πόνων ή αδυναμίας στα πόδια και στη μέση. Η πάθηση αυτή είναι προοδευτική και σταδιακά η απόσταση που το άτομο μπορεί να διανύσει γίνεται όλο και μικρότερη ενώ τα διαλλείματα που χρειάζεται για την ίδια απόσταση γίνονται όλο και περισσότερα. Τα άτομα με νευρογενή διαλείπουσα χωλότητα τείνουν να σκύβουν προς τα εμπρός. Επίσης μπορεί να έχουν αίσθημα διάχυτης ισχιαλγίας καθώς και μουδιάσματα, πόνο και κράμπες στα πόδια. Η αιτία της πάθησης είναι η στένωση του σπονδυλικού σωλήνα στο ύψος της οσφυϊκής μοίρας με αποτέλεσμα να πιέζονται οι διερχόμενες νευρικές ρίζες προκαλώντας πόνο. Η κάμψη του σώματος προς τα εμπρός προσφέρει ανακούφιση καθώς αυξάνει το εύρος του σπονδυλικού σωλήνα μειώνοντας τη πίεση. Η στένωση της οσφυϊκής μοίρας είναι συνήθως αποτέλεσμα φυσιολογική φθοράς των μεσοσπονδύλιων δίσκων που συνοδεύεται από την ανάπτυξη οστεόφυτων και οστεοαρθρίτιδας που οδηγεί σε σπονδυλοαρθροπάθεια. Σε άλλες περιπτώσεις μπορεί να είναι αποτέλεσμα κατάγματος ή όγκου. Η πάθηση συνήθως εμφανίζεται σε άτομα άνω των 50 ετών και αν δεν αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά μπορεί να οδηγήσει σε σημαντικό περιορισμό της κινητικότητας της σπονδυλικής στήλης και μακροπρόθεσμα να καταλήξει σε αναπηρία. Η διάγνωση της πάθησης γίνεται με απεικονιστικές εξετάσεις (ακτινογραφία, μαγνητική τομογραφία) και η συντηρητική αντιμετώπιση της μπορεί να περιλαμβάνει αναλγητικά ή και έγχυση στεροειδών. Η ουσιαστική αποσυμπίεση όμως της σπονδυλικής στήλης γίνεται μόνο χειρουργικά ώστε να διευρυνθεί η στένωση αφαιρώντας τις δομές που την προκαλούν. Οι επεμβάσεις αυτές πλέον γίνονται ενδοσκοπικά, επιφέρουν πολύ μικρό χειρουργικό τραύμα και απαιτούν ελάχιστο χρόνο νοσηλείας. Οι επέμβαση μπορεί να περιλαμβάνει αφαίρεση του πέταλου του σπονδύλου (πεταλεκτομή) ή αφαίρεση του μεσοσπονδύλιου δίσκου εφόσον παρουσιάζει κήλη (δισκεκτομή). Ανά περίπτωση μπορεί να χρειαστεί σπονδυλοδεσία με συνθετικό μόσχευμα για τη σταθεροποίηση του σπονδυλικού σωλήνα.
Η δισκοκήλη ή κήλη του μεσοσπονδυλίου δίσκου είναι η ρήξη του σκληρού περιβλήματος του μεσοσπονδύλιου δίσκου με αποτέλεσμα τη διολίσθηση του μαλακού του πυρήνα έξω από την ανατομική του θέση. Η δισκοκήλη προκαλεί ερεθισμό των νεύρων που πιέζει με αποτέλεσμα τον πόνο και τον περιορισμό της κινητικότητας και τις αισθητικές διαταραχές (μουδιάσματα, τσιμπήματα, αδυναμία). Η δισκοκήλη μπορεί να είναι αποτέλεσμα χρόνιας φθοράς λόγο ηλικίας ή τραυματισμού. Αναλόγως της θέσης του σπονδύλου, η δισκοκήλη μπορεί να εκδηλωθεί στην οσφυϊκή, στην αυχενική και σπανιότερα στη θωρακική μοίρα της σπονδυλικής στήλης. Η οσφυϊκή δισκοκήλη χαρακτηρίζεται από πόνο στη μέση με αντανάκλαση στο γλουτό, το μηρό, τη γάμπα, το πέλμα καθώς και μουδιάσματα ή και αδυναμία των άκρων. Πέραν της συντηρητικής θεραπείας με αναλγητικά, μια μικρή οσφυϊκή δισκοκήλη μπορεί να αντιμετωπιστεί και με τη διαδερμική έγχυση βιοσυνθετικής γέλης (discogel) η οποία καταστρέφει χημικά την κήλη. Είναι μία σύγχρονη, ανώδυνη τεχνική η οποία όμως δεν ενδείκνυται για μεγαλύτερες κήλες που απαιτούν χειρουργική δισκεκτομή. Και στη περίπτωση όμως χειρουργικής δισκεκτομής, η ενδοσκοπική χειρουργική επιτρέπει την αφαίρεση της κήλης μέσω ελάχιστου χειρουργικού τραύματος και διασφαλίζει άριστο αποτέλεσμα και ταχεία ανάρρωση. Η θωρακική δισκοκήλη προκαλεί πίεση σε κάποια εξερχόμενη αυχενική ρίζα με αποτέλεσμα ο ασθενής εμφανίζει πόνο στον αυχένα με αντανακλάσεις, αδυναμία και μειωμένη αισθητικότητα στα άνω άκρα. Εφόσον ο ασθενής δεν ανταποκρίνεται σε συντηρητική αγωγή απαιτείται χειρουργική αποκατάσταση της κήλης. Αναλόγως της θέσης, η θωρακική δισκοκήλη μπορεί να αφαιρεθεί με πρόσθια ή οπίσθια αυχενική δισκεκτομή ενώ και πάλι η ενδοσκοπική χειρουργική εξασφαλίζει ελάχιστη επεμβατικότητα και ταχεία αποκατάσταση. Αναλόγως και η αυχενική δισκοκήλη χαρακτηρίζεται από πόνο στον αυχένα και συμπτώματα αδυναμίας και αισθητικών διαταραχών στα άνω άκρα. Και σε αυτή τη περίπτωση, η κήλη αφαιρείται με πρόσθια ή οπίσθια αυχενική δισκεκτομή ενώ αξιοποιούνται τα οφέλη της ενδοσκοπικής χειρουργικής.
Άλλη κοινή πάθηση της σπονδυλικής στήλης είναι η σπονδυλολίσθηση η οποία αποτελεί τη μετατόπιση ενός σπονδύλου πρόσθια, οπίσθια ή πλαγίως με αποτέλεσμα να πιέζει τον μυελικό σωλήνα και να προκαλεί πόνο στη μέση και τα πόδια κατά την ορθοστασία και νευρολογικά προβλήματα. Η σπονδυλολίσθηση μπορεί να είναι συγγενής δηλαδή να οφείλεται σε εκ γενετής δυσπλασία ή εκφυλιστική λόγο της ηλικίας και του τρόπου ζωής που συμβάλλουν στη σταδιακή μείωση της ελαστικότητας της σπονδυλικής στήλης. Σε άλλη περίπτωση μπορεί να οφείλεται σε τραυματισμό, σε μεταβολική πάθηση των οστών και των συνδέσμων (πχ οστεοποόρωση) ή να προκύψει ως μετεγχειρητική βλάβη μετά από επέμβαση αποκατάστασης άλλης πάθησης της σπονδυλικής στήλης. Ο βαθμός σοβαρότητα της σπονδυλολίσθισης αξιολογείται βάση του ποσοστού ολίσθησης επί της συνολικής επιφάνειας επαφής των σπονδύλων. Έτσι η σπονδυλολίσθιση 1ου βαθμού αντικατοπτρίζει ποσοστό ολίσθησης ως 25% ενώ η σπονδυλολίσθιση 4ου βαθμού αφορά ποσοστό ολίσθησης πάνω από 75%. Η διάγνωση της σπονδυλολίσθισης γίνεται ακτινογραφικά ενώ οι χαμηλού βαθμού σπονδυλολισθίσεις αντιμετωπίζονται συνήθως συντηρητικά με αναλγητικά, κηδεμόνες στήριξης και φυσικοθεραπεία. Μια σπονδυλολίσθιση υψηλού βαθμού όμως αν δεν φαίνεται να είναι σταθερή ή αν προκαλεί μη-ανεκτό πόνο και δυσκινησία, απαιτεί χειρουργική αποκατάσταση καθώς μπορεί να επιφέρει σημαντικά νευρολογικά προβλήματα ως και μερική παράλυση. Σήμερα, η σπονδυλολίσθιση αντιμετωπίζεται με σύγχρονες χειρουργικούς μεθόδους που διασφαλίζουν τις μικρότερες δυνατές τομές, μεγάλη χειρουργική ακρίβεια και γρήγορη ανάρρωση του ασθενούς.
Η σπονδυλοδισκίτιδα είναι η προσβολή του μεσοσπονδύλιου δίσκου από λοίμωξη που μπορεί να επεκταθεί και στον επισκληρίδιο χώρο δημιουργώντας επισκληρίδιο εμπύημα το οποίο πιέζει τον νωτιαίο μυελό και τις νευρικές ρίζες. Είναι συχνότερη στη οσφυϊκή μοίρα και λιγότερο συχνή στη θωρακική και την αυχενική μοίρα. Παράγοντες κινδύνου για σπονδυλοδοκίτιδα είναι ο σακχαρώδης διαβήτης, η χρήση ενδοφλεβίων ουσιών, οι λοιμώξεις του ουροποιητικού, του δέρματος και των μαλακών μορίων, η νεφρική ανεπάρκεια, τα ρευματολογικά νοσήματα, η ανοσοκαταστολή, ο τραυματισμός ή χειρουργείο στην περιοχή. Κύριο σύμπτωμα της είναι ο έντονος πόνος στη μέση ιδίως στην όρθια στάση, περιορισμένο εύρος κίνησης αλλά και νευρολογικά συμπτώματα όπως μούδιασμα, πόνος ή αδυναμία στα κάτω άκρα και διαταραχές ούρησης. Η θεραπεία της περιλαμβάνει χορήγηση ενδοφλέβιων αντιβιοτικών κατόπιν αιμοκαλλιεργειών για μικροβιολογική ταυτοποίηση του λοιμογόνου παράγοντα. Σε περιπτώσεις εκτεταμένης λοίμωξης ο χειρουργικός ριζικός καθαρισμός ενδέχεται να πλεονεκτεί έναντι της φαρμακευτικής αγωγής καθώς αποσυμπιέζει άμεσα τη προσβεβλημένη περιοχή και προσφέρει τη δυνατότητα αποκατάστασης των βλαβών που έχουν προκληθεί. Έτσι, σε περιπτώσεις εκτεταμένης οστικής καταστροφής μπορεί να γίνει απομάκρυνση των κατεστραμμένων ιστών και στήριξη με σπονδυλοδεσία. Η διαδικασία του ριζικού καθαρισμού μπορεί να γίνει με ελάχιστη επεμβατικότητα μέσω διαδερμικής ενδοσκοπικής χειρουργικής ενώ η σπονδυλοδεσία μπορεί να γίνει με χρήση ρομποτικού συστήματος. Οι τεχνικές αυτές εξασφαλίζουν ελάχιστη αιμορραγία και βλάβες των παρακείμενων ιστών αλλά και ταχεία ανάρρωση.
Τα οστεοπορωτικά κατάγματα μπορεί να προκληθούν αυτόματα ή και με ελάχιστο τραυματισμό λόγο ευπάθειας των οστών. Χαρακτηρίζονται από έντονο πόνο ενώ αναλόγως της σοβαρότητας του κατάγματος και της πίεσης που μπορεί να προκαλεί στο νωτιαίο μυελό μπορεί να συνοδεύονται και από έντονα νευρολογικά προβλήματα όπως αδυναμία, μουδιάσματα, δυσκολία βάδισης ή απώλεια ελέγχου των σφιγκτήρων. Παρότι μπορούν να αντιμετωπιστούν συντηρητικά με ακινητοποίηση και σταθεροποίηση, συχνά ενδέχεται να προκαλέσουν παραμόρφωση της σπονδυλικής στήλης με αποτέλεσμα την περαιτέρω επιβάρυνση και τον αυξημένο κίνδυνο για νέα κατάγματα. Ως εκ τούτου, για τα σοβαρά κατάγματα αλλά και στις περιπτώσεις που τα συμπτώματα δεν υποχωρούν με τη συντηρητική θεραπεία συνίσταται χειρουργική αντιμετώπιση με τεχνικές σπονδυλοπλαστικής. Οι τεχνικές αυτές, όπως και η σπονδυλοδεσία είναι ελάχιστα επεμβατικές και διασφαλίζουν άμεση αποσυμπίεση των νεύρων που πιέζονται από τα κατάγματα και καλή στήριξη της σπονδυλικής στήλης για την αποφυγή παραμορφώσεων και νέων καταγμάτων.