Ο υδροκέφαλος είναι μια διαταραχή που χαρακτηρίζεται από την υπερβολική συσσώρευση εγκεφαλονωτιαίου υγρού (ΕΝΥ) στον ενδοκρανιακό χώρο λόγο διαταραχών της κυκλοφορίας του. Η διαταραχή της παραγωγής, κυκλοφορίας ή απορρόφησης του ΕΝΥ μπορεί να προκαλέσει την υπερσυσσώρευσή του προκαλώντας διάταση και αύξηση της ενδοκράνιας πίεσης. Ο υδροκέφαλος μπορεί να οφείλεται σε διάφορες αιτίες όπως γενετικές, απόφραξης λόγο όγκων/κύστεων/αιματωμάτων ή λόγο τραυματισμών. Αναλόγως των αιτίων, ο υδροκέφαλος εκδηλώνεται με διαφορετικά κλινικά σύνδρομα τα οποία ποικίλλουν ανάλογα με την ηλικία, την εξέλιξη της νόσου και την αιτιολογία. Ο υδροκέφαλος μπορεί να είναι αποφρακτικός λόγο συγγενών ανωμαλιών και τα συμπτώματα του περιλαμβάνουν πονοκέφαλος, ναυτία, έμετος, διαταραχές στην όραση, πτώση του επιπέδου της συνείδησης, έως λήθαργο, κώμα και θάνατο, αν δεν γίνει εγκαίρως η παροχέτευση του εγκεφαλονωτιαίου υγρού. Η διάγνωση του γίνεται με αξονική ή/και μαγνητική τομογραφία και η άμεση αποσυμφόρηση του εφόσον κριθεί αναγκαία μπορεί να γίνει με οσφυονωτιαία παρακέντηση. Η θεραπεία του περιλαμβάνει τη χειρουργική αποκατάσταση της αιτίας που προκαλεί την απόφραξη εφόσον αυτό είναι δυνατό. Σε άλλη περίπτωση διασφαλίζεται χειρουργικά εναλλακτική δίοδος παροχέτευσης του ΕΝΥ με την τοποθέτηση βαλβίδας παροχέτευσης η οποία παροχετεύει την περίσσεια του ΕΝΥ σε σημείο του κεντρικού νευρικού συστήματος ή άλλο σημείο του σώματος, συνήθως ενδοπεριτοναϊκά, που μπορεί να απορροφηθεί. Στη περίπτωση μη-αποφρακτικού υδροκέφαλου υπάρχει ανώμαλη αύξηση του όγκου του εγκεφαλονωτιαίου υγρού (ΕΝΥ) στις κοιλίες του εγκεφάλου που μπορεί να προκύψει από μια υποαραχνοειδή αιμορραγία, τραύμα της κεφαλής, λοίμωξη, όγκο, επιπλοκές χειρουργικής επέμβασης ή χωρίς να συντρέχει κανένας από τους παραπάνω λόγους. Συχνά εντοπίζεται και σε ενήλικες με νευροεκφυλιστικές διαταραχές, όπως άνοια και νόσο Πάρκινσον. Στον μη-αποφρακτικό υδροκέφαλο τα συμπτώματα περιλαμβάνουν διαταραχές μνήμης και συγκέντρωσης, απάθεια, δυσκολία στη βάδιση και την ισορροπία και ακράτεια των ούρων. Σε σχετικά νεαρά σε ηλικία άτομα, η τοποθέτηση κοιλιοπεριτοναϊκής παροχέτευσης για την αποκατάσταση του υδροκέφαλου μπορεί να καθυστερήσει την πρόοδο των νευροεκφυλιστικών συμπτωμάτων.
Η επιληψία είναι η πάθηση που προκαλείται από διαταραχές της εγκεφαλικής δραστηριότητας που εκδηλώνονται με επιληπτικές κρίσεις. Οι επιληπτικές κρίσεις είναι ή εστιακές ή γενικευμένες. Οι απλές εστιακές επιληπτικές κρίσεις δεν προκαλούν απώλεια συνείδησης και εκδηλώνονται με μεταβολή των αισθήσεων, ζάλη, «μυρμήγκιασμα» και συστροφή των άκρων. Οι γενικευμένες εστιακές κρίσεις είναι εντονότερες και χαρακτηρίζονται από απώλεια συνείδησης και αφορούν σε ανωμαλία που επηρεάζει και τα δύο ημισφαίρια του εγκεφάλου. Μια επιληπτική κρίση μπορεί να αποτελεί εκδήλωση σοβαρής πάθησης του εγκεφάλου, αλλά και άλλων οργάνων όπως το ήπαρ ή οι νεφροί. Η κλινική εξέταση κατά την εκδήλωση επιληπτικής κρίσης συνοδεύεται συνήθως και από ηλεκτροεγκεφαλογράφημα, αξονική και μαγνητική τομογραφία. Η πλέον συχνότερη είναι η κροταφική επιληψία και αφορά είτε τον έναν είτε και τους δύο κροταφικούς λοβούς. Μπορεί να προκαλείται από ινώδη ιστό ή όγκο στον κροταφικό λοβό αλλά και από άγνωστη αιτία. Συνήθως ξεκινά στην ηλικία των 10-20 ετών, αλλά και σε μεγαλύτερες ηλικίες. Συνήθως τα άτομα έχουν στο ιστορικό τους μια επιληπτική κρίση με πυρετό ή τραύμα στα πρώτα παιδικά τους χρόνια. Οι αρχικές κρίσεις μπορεί να μην περιλαμβάνουν απώλεια συνείδησης αλλά στομαχικές ενοχλήσεις, αίσθημα πανικού, ναυτία, οσφρητικές ή ακουστικές παραισθήσεις. Άλλες φορές οι κρίσεις μπορεί να εκδηλώνονται με καθήλωση του βλέμματος, απώλεια συνείδησης, σύγχυση, αυτοματισμούς με τα δάκτυλα, ή τα χείλια, περίεργη στάση των άνω άκρων, ακατανόητες λέξεις, ή αδυναμία ομιλίας. Αυτές οι κρίσεις πολύ συχνά καταλήγουν να γίνουν γενικευμένες τονικοκλονικές επιληπτικές κρίσεις. Οι σπασμοί των επιληπτικών κρίσεων δεν είναι απειλητικοί για τη ζωή εκτός αν συνοδεύονται από σοβαρό τραυματισμό. Η διάγνωση γίνεται από νευρολόγο και περιλαμβάνει επιπλέον εξετάσεις όπως ηλεκτροεγκεφαλογράφημα, ειδικές αιματολογικές εξετάσεις καθώς και αξονική και μαγνητική τομογραφία για τον έλεγχο δομικών ανωμαλιών του εγκεφάλου. Η θεραπεία της κροταφικής επιληψίας αρχικά είναι φαρμακευτική και συνήθως έχει πολύ καλά αποτελέσματα ενώ η χειρουργική αντιμετώπιση είναι απαραίτητη όταν ο ασθενής δεν ανταποκρίνεται στη φαρμακευτική αγωγή. Η χειρουργική θεραπεία από εξειδικευμένο νευροχειρουργό, έχει εξαιρετικά αποτελέσματα στη συντριπτική πλειοψηφία των ασθενών. Άλλες θεραπείες περιλαμβάνουν τη διέγερση του πνευμονογαστρικού νεύρου και την εν τω βάθει εγκεφαλική νευροδιέγερση.
Ο σπασμός ημιπροσώπου εκδηλώνεται με ανώδυνες ακούσιες συσπάσεις των μυών στη μια πλευρά του προσώπου, ως αποτέλεσμα της πίεσης ή του ερεθισμού του προσωπικού νεύρου από κάποιο αγγείο, συνήθως της πρόσθιας κάτω παρεγκεφαλιδικής αρτηρίας. Ξεκινά με συσπάσεις των μυών του βλεφάρου και προοδευτικά εκτείνεται στους υπόλοιπους μυς του προσώπου. Πέραν της συμπίεσης του προσωπικού νεύρου, μπορεί να είναι ιδιοπαθής ή να οφείλεται σε κάποιο όγκο ή κύστη. Η διάγνωση της γίνεται από νευρολόγο προκειμένου να διαπιστωθεί η ακριβής αιτία. Η χειρουργική θεραπεία του σπασμού ημιπροσώπου περιλαμβάνει τη χειρουργική αποσυμπίεση του νεύρου ενώ οι πιθανότητες επιπλοκών είναι πολύ μικρές. .
Η νευραλγία του τριδύμου χαρακτηρίζεται από επαναλαμβανόμενο παροξυσμικό πόνο στη μία πλευρά του προσώπου όπου νευρώνεται από το τρίδυμο νεύρο. Ο πόνος είναι ιδιαίτερα οξύς παρότι δεν διαρκεί παραπάνω από μερικά δευτερόλεπτα ως 1-2 λεπτά ενώ συνήθως δεν συνοδεύεται από νευρολογικό έλλειμμα. Είναι σπάνια πάθηση και επηρεάζει περισσότερο τις γυναίκες ηλικίας άνω των 50 ετών. Συνήθως προκαλείται από ήπιο ερέθισμα όπως η μάσηση ή το βούρτσισμα των δοντιών αλλά και αυτόματα. Ό πόνος μπορεί να επαναλαμβάνεται συχνά μέσα στην ημέρα και ενδιάμεσα να διατηρείται ένα αίσθημα καύσου. Πέραν από το δυσάρεστο συναίσθημα, ο ασθενής μπορεί να παρουσιάσει και σπασμούς στους μύες του προσώπου. Αιτία μπορεί να είναι ο ερεθισμός του τριδύμου από παρακείμενη αρτηρία ή απώλεια μυελίνης λόγο νευροεκφυλιστικής νόσου όπως η πολλαπλή σκλήρυνση. Ο νευρολόγος συνήθως εντοπίζει την αιτία της νευραλγίας με μια μαγνητική τομογραφία. Η νευραλγία τριδύμου αρχικά αντιμετωπίζεται με φαρμακευτική αγωγή για να μετριαστεί η υπερδιέγερση του τριδύμου. Τα φάρμακα όμως μπορεί να μην αποδίδουν ή να προκαλούν σημαντικές παρενέργειες όπως καταβολή, ναυτία, αστάθεια βάδισης και επιβράδυνση της σκέψης. Άλλη προσέγγιση είναι η έγχυση του φαρμάκου από τον Νευροχειρουργό απευθείας σε κλάδους του τριδύμου νεύρου. Σε περίπτωση που ο ασθενής δεν ανταποκρίνεται στη φαρμακευτική αγωγή, μπορεί να υποβληθεί σε χειρουργική νευραγγειακής αποσυμπίεσης.